Η απελευθέρωση της Καβάλας
Ήταν η ανάσταση του λαού της Μακεδονίας ο Ιούνιος του 1913. Η Καβάλα ένιωθε τον αέρα της λευτεριάς. Αιώνες σκλαβιάς έμεναν στο παρελθόν και μια νέα σελίδα άνοιγε για την πολύπαθη αυτή γωνιά της Ελλάδας. Ήταν χρόνια δύσκολα αυτά τα πρώτα του αιώνα. Οι Τούρκοι καταλάβαιναν ότι έρχεται το τέλος της κυριαρχίας τους στην περιοχή και γίνονταν ολοένα πιο σκληροί, αν και προσπαθούσαν κάποιοι από αυτούς «Νεότουρκοι» να δείξουν ένα νέο «συνταγματικό» πρόσωπο. Η έλευση των Βουλγάρων, το φθινόπωρο του 1912 άλλαξε προς το χειρότερο τα δεδομένα. Οι πρώην «σύμμαχοι» των Ελλήνων στους Βαλκανικούς πολέμους έγιναν σκληροί κατακτητές και διώκτες του Ελληνικού στοιχείου. Ο στόχος τους γνωστός, αλλοίωση των δημογραφικών δεδομένων στην περιοχή.
Οι Βούλγαροι το καλοκαίρι 1913 περίμεναν την Ελληνική επίθεση, δια θαλάσσης αφού το Ναυτικό κυριαρχούσε στα νερά του Αιγαίου. Τα Βουλγαρικά πυροβόλα, από τα βουνά του Συμβόλου όρους προσπαθούν, ματαίως, να πλήξουν τα Ελληνικά πλοία. Αντίθετα υπέστησαν σημαντικές ζημιές από τα κανόνια του Ελληνικού στόλου. Την ίδια στιγμή ο Ελληνικός στρατός αναγκάζει του Βουλγάρους που είχαν στρατηγικές θέσεις στα περάσματα του Στρυμόνα και του Παγγαίου να συμπτυχθούν. Ο Ελληνικός στόλος αγκυροβολεί στη Θάσο και στην πόλη της Καβάλας οι σκόπιμες διαδόσεις του Ελληνικού στοιχείου μιλούν για απόβαση στην Καβάλα μεγάλων τμημάτων του Στρατού που «μεταφέρουν» τα Ελληνικά πλοία.
Οι Βούλγαροι διακατέχονται από πανικό. Φροντίζουν όμως να συλλάβουν τους επιφανείς πολίτες της Καβάλας αλλά και να τοποθετήσουν εκρηκτικά σε κτίρια της πόλης. Ο Στόλαρχος Παύλος Κουντουριώτης γνωρίζει ότι οποιαδήποτε απόβαση θα ήταν ένα δύσκολο εγχείρημα σε μια περιοχή που οι Βούλγαροι είχαν φροντίσει να τοποθετήσουν νάρκες. Τότε βάζει σε εφαρμογή ένα σχέδιο όπου άδεια μεταγωγικά πλοία εμφανίζονται στον κόλπο της Καβάλας, την νύχτα δε, τα πλοία αυτά να ανταλλάσσουν σκόπιμα σήματα φωτός με τα πλοία του στόλου.
Το θωρηκτό «Ύδρα» δίνει την εντύπωση ότι καλύπτει απόβαση ανατολικά της πόλης , οι Βούλγαροι με προβολείς προσπαθούν να δουν τι συμβαίνει. Νιώθουν ότι θα «εγκλωβιστούν» από τους Έλληνες έτσι αποφασίζουν να εγκαταλείψουν την πόλη παίρνοντας ως «ασπίδα» ομήρους τις αρχές της Καβάλας.
Μια ομάδα νέων της Καβάλας αποφασίζει να ενημερώσει τον Στόλαρχο Κουντουριώτη για την απρόβλεπτη αυτή εξέλιξη. Είναι οι Δημήτριος Ανδρής, Πέτρος Βλάχος, Σταμάτης Γαλανός, Παράσχος, Γεώργιος Χατζηαποστόλου, Δημήτριος Χαρισιάδης.
Ο Κουντουριώτης μόλις μαθαίνει τα νέα δίνει εντολή στον Πλωτάρχη, κυβερνήτη του αντιτορπιλικού «ΔΟΞΑ» να ερευνήσει αν υπάρχει «ελεύθερη» δίοδος να πλεύσουν προς την Καβάλα.
Οι Καβαλιώτες νέοι αναλαμβάνουν να τους βοηθήσουν με την συνδρομή ψαράδων που γνώριζαν τα «νερά» και τα σημεία όπου οι Βούλγαροι είχαν τοποθετήσει νάρκες. Το «ΔΟΞΑ» από τα νερά πλησίον Νέστου φθάνει ανατολικά της πόλης. Οι βάρκες έβγαλαν στην στεριά τους ναύτες. Οι Καβαλιώτες ξεσπούν σε ζήτω κραυγές. Η Ελληνική σημαία κυματίζει. Κάποιοι τις έχουν κρυμμένες στα μπαούλα και τις αναρτούν στα σπίτια τους με καμάρι. Ο άνεμος της λευτεριάς πνέει στην Καβάλα. Σο άγημα των ναυτών αποτελείται από 35 άτομα με επικεφαλής τον Σημαιοφόρο Αγγελή.
Ο Κριεζής γίνεται πρόσωπο λατρείας στα χέρια τον σηκώνουν οι Καβαλιώτες και τον οδηγούν στο Διοικητήριο (το παλιό δικαστικό μέγαρο) εκεί υψώνει την Ελληνική σημαία στο μπαλκόνι του κτιρίου, εκεί τον συναντούν οι εναπομείναντες αρχές της πόλης, τον ανακοινώνουν και το κακό μαντάτο της ομηρίας των επιφανών πολιτών αλλά και του Επισκόπου Μυρέων Αθανασίου...